υψίπορος

υψίπορος
-ον, ΜΑ
αυτός που πορεύεται στα ύψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πορος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. εὔ-πορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑψιπόροιο — ὑψίπορος with lofty path masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπόροισιν — ὑψίπορος with lofty path masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπόρου — ὑψίπορος with lofty path masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπόρους — ὑψίπορος with lofty path masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπόρων — ὑψίπορος with lofty path masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιπόρῳ — ὑψίπορος with lofty path masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • υψιφοίτης — ὁ, Α 1. αυτός που πορεύεται στα ύψη, ὑψίπορος* 2. μτφ. υψηλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. οὐρανο φοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”